ξεστρώνω

ξεστρώνω
1. βγάζω το στρώμα ή το επικάλυμμα («σήμερα ξέστρωσα το σαλόνι»)
2. σηκώνω, παίρνω από το τραπέζι ό,τι έχει παρατεθεί για το γεύμα («ξέστρωσε το τραπέζι»)
3. μτφ. επιπλήττω έντονα κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεστρώνω — ξεστρώνω, ξέστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεστρώνω — ξέστρωσα, ξεστρώθηκα, ξεστρωμένος 1. βγάζω το στρώμα ή το κάλυμμα επίπλου: Ξέστρωσα τα κρεβάτια. 2. χαλνώ την τακτοποίηση: Ξεστρώσαμε την αυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξέστρωμα — το [ξεστρώνω] 1. η αφαίρεση, το σήκωμα τών στρωμάτων, τών στρωσιδιών ή τών καλυμμάτων («το ξέστρωμα τών χαλιών») 2. μτφ. έντονη επίπληξη σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ξέστρωτος — η, ο [ξεστρώνω] 1. αυτός που δεν είναι στρωμένος, που δεν έχει στρωθεί, ξεστρωμένος, άστρωτος, χωρίς στρώμα, χωρίς στρωσίδι, χωρίς κάλυμμα 2. (για υποζύγια) αυτός που δεν έχει σαμάρι, ξεσαμάρωτος 3. φρ. «ξέστρωτος γάιδαρος» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ξέστρωμα — το, ατος η πράξη του ξεστρώνω, αφαίρεση στρωμάτων ή καλυμμάτων επίπλων: Ξέστρωμα του κρεβατιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”